- κατεισαγωγή
- κατεισ-ᾰγωγή, ἡ,A disparagement, Phld.Vit.1457.9 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεισαγωγή — κατεισαγωγή, ἡ (Α) [κατεισάγω] υποτίμηση, ταπείνωση, εξευτελισμός … Dictionary of Greek